わ〔輪〕  η ρόδα

ワイシャツ  το πουκάμισο.

わいせつな〔猥褻な〕  ο αισχρός-ή-ό.

ワイ・ダブリュー・シー・エー  Χ.Ε.Ν. ( Χριστιανική Ένωση Νεανίδων )

ワイフ  η σύζυγος. η γυωαίκα.

わいほん〔猥本〕  το αισχρό βιβλίο.

ワイヤ  η σύρμα. το συρματόσχοινο.

わいろ〔賄賂〕  η δωροδοκία. διαφθορά. 1)を贈るδωροδοκώ(-είς,-ησα).

ワイン το κρασί.  1)ドライ〜 το μπούσκο κρασί. 2)スイート〜 το γλυκό κρασί.

わき〔和希〕  1)辞典 το ιπωνοελληνικό λεξικό.

わおん〔和音〕  η συγχορδία.

わかい〔和解〕  ο συμβιβασμός. 1)〜する συμβιβάζω(-σα). 2)〜の συμβιβαστικός-ή-ό.

わかい〔若い〕  ο νέος-α-ο.

わかがえる〔若返る〕  ξανανιώνω(-σα).

わかくみえる〔若く見える〕  φαίνεται(φάνηκα) νεώτερς από την ηλικία του.

わかじに〔若死に〕  ο πρόωρος θάνατος.

わかす〔沸かす〕  1)お湯を βράζω το νερό.

わがまま〔我がまま〕  ο εγωιστής. η εγωίστρια.

わかむき〔若向き〕  το κοστούμι για το νέο.

わかむらさき〔若紫〕  η ανοιχτή πορφύρα.

わかもの〔若者〕  ο νέος. οι νέοι.. η νέα. οι νέες.

わかりずらい〔解りづらい〕δύσκολα να καταλαβαίνω.

わかる〔解  καταλαβαίνω(κατάκαβα). 1)りますか με καταλαβαίνετα:

わかれる〔分かれる  ο μέρος. το τεμάχιο. το τμήμα. το κομμάτι.

わかれる〔別れる  διχοτομούμαι(διχοτομήθηκα). χωρίζομαι(χωριστηκα). μοιράζομαι(μοιράστηκα).

διασπώμαι(διασπάστηκα).

わき〔脇〕  η πλευρά.

わぎ〔和議〕negotiation for peace

わきあがる〔沸き上がる〕  βράζω(εβρασα). κοχλάζω(-σα)

わきおこる〔沸き起こる〕  εγείρομαι(εγέρθηκα).σηκώνομαι(σηκώθηκα).

わきが〔腋臭〕  η οσμή.

わきかえる(沸き返る)  βράζω(έβρασα). κοχλάζω(-σα)

わきたつ〔沸き立つ〕  βράζω(έβρασα). κοχλάζω(-σα)

わきのした〔脇の下〕  η μασχάλη.

わきばら〔脇腹〕  η πλευρά. το πλάϊ.

わきまえる〔弁える〕  ξέρω(ήξερα).

わきみ〔脇見〕  το βλέμμα πλάϊ.

わきみだし〔脇見出し〕  ο υπότιτλος.

わきみち〔脇道〕  η βοηθητική οδός. η πάροδος. το μονοπάτι.

わぎり〔輪切り〕  κόπτω(έκοψα), κόβω(έκοωα), τέμνω(έταμον),στογγυλά.

わく〔枠〕  ο σκελετός. το πλαίσιο.

わく〔沸く〕  βράζω(έβρασα).

わく〔湧く〕  το ανάβρυσμα. 1)水が〜 το νερό αναπηδά(-άς,-ησα), εκχεί(-είς,-ησα), εκρεί(-είς,-ησα).

わくぐみ〔枠組み〕  ο σκελετός.

わくせい〔惑星〕  ο πλανήτης. 1) ο πλανητικόςή-ό.

ワクチン  ο εμβόλιο. η βατσίνα. ο δαμαλισμός. 1)〜研究所 το ιδρύμα παραγωγής δαμαλίδος.

わけ〔訳〕  η έννοια. το νόημα. ο λόγος.

わけない〔訳ない  εύκολα. άνετα.

わけへだて〔分  η διάκριση. 1)えこひいき η μεροληψία.

わけまえ〔分前〕  το μερίδιο. 1)分配する μοιράζω(-σα).

わけめ〔分け目〕  ο χωρισμός. ο διαχωρισμός.

わける〔分ける〕  χωρίζω(-σα). διαμελίζω(-σα).

わごう〔和合  η αρμονία.

わごむ〔輪ゴム〕  το λαστιχάκι. το λάστιχο.

ワゴン  το κάρο(κάρρο). το φορτηγό βαγόνι. η άμαξα.

わざ〔技〕  η τέχνη. 1) τεχνικός -ή -ό.

わざ〔業〕  το έργο.

わざと  η πρόθεση

わざわざ〜をする  έχω σκοπό να

わし〔鷲〕  ο αετός. 1)双頭の〜 ο δικέφαλος αετός.

わしずかみ〔鷲掴み〕  η αρπαγή. το πιάσιμο.

わしばな〔鷲鼻〕  η γαμψή μύτη.

わじゅつ〔話術〕  η τέχνη κουβέντας, συνομιλίας, συνδιαλέξης.

わずか〔僅か〕  ο φταχός-ή-ό. ο γυμνός-ή-ό. ο λιγοστός-ή-ό.

わずらわしい〔煩わしい〕  ο οχληρός-ή-ό.

わすれる〔忘れる〕  ξεχνώ(ξέχασα). 1)置き〜 αφήνω(-σα).

わせいの〔和製の〕  η είδη ιαπωνικής κατασηευής. 1) made in Japan.  κατασκευασθέν στην Ιαπωνία.

わた〔綿〕  το βαμβακί.

わだい〔話題〕  το θέμα.

わたくしごと〔私事〕 1) ο ιδιωτικός-ή-ό. ο ιδιαίτερος-η-ο.

わたし〔私〕  εγώ

わたくしりつ〔私立〕 1) ο ιδιωτικός-ή-ό.

わたぐも〔綿雲〕fleecy ciouds

わたす〔渡す〕παραδίδω. μεταβιβάζω.

わたる〔渡る〕  περνώ(-άς,πέρασα).

わだち〔轍〕  η τροχιά.

わたりどり〔渡り鳥〕  το διαβατικό πουλί.

ワックス το κερί. ο κηρός. 1)をぬる κερώνω(-σα). αλείφω(-ψα) με κερί.

ワット   το βάτ.

ワッフル   το αμερικάνικο κέϊκ.

ワッペン 1)バッジ το διάσημο. το έμβλημα.

わな〔罠〕 η παγίδα. 1)〜を仕掛ける στήνω(έστησα).  2)〜にかかる πέφτω(έπεσα) στην

わなげ〔輪投げ〕  η αμάδα. 1)〜で遊ぶ παίζω(έπαιξα) τις αμάδες.

わに〔鰐〕  ο κροκόδειλος.

わびじょう〔詫び状〕  η επιστολή αιτήσης συγγνώνης.

わふく〔和服〕  το κιμόνο.

わら〔藁〕  το άχυριο.

わらいばなし〔笑い話〕  το αστοίο παραμύθι. η διασκεδαστική ιστορία.

わらう〔笑う〕  γελώ(-άς,γέλασα).  χαμογελ(λ)ώ(-άς,-ασα).

わり〔割り〕  1) % στο εκατό.

わりあてる〔割り当てる〕  παραχωρώ(-είς,-ησα).

わりかん〔割り勘〕  ο ρεφενές(-έδες). 1)〜にする κάνω(έκανα) ρεφενέ. πληρώνω(-σα) το μερίδιο μου.

わりきる〔割り切る〕  διχοτομώ(-είς,-ησα). χωρίζω(-σα). κόβω(έκοψα).

わりきれる〔割り切れる〕  ο διαιρετός-ή-ό.

わりこみ〔割り込み〕  η διακοπή. 1)〜む διακόπτω(-ψα).

わりざん〔割り算〕  η διαίρεση.

わりだか〔割高〕  λίγο, κάπως, μάλλον ακριβό.

わりびき〔割引〕  η έκπτωση. το σκόντο. 1)〜く προεξοφλώ(-είς,-ησα). 2)手形〜η τραπεζιτική προεξόφληση.

わる〔割る〕  σπάζω(έσπασα). 1) διαιρώ(-είς,διαίρεσα). 12÷3  το δώδεκα διαιρείται δια τού τρία.

わる〔悪〕  η αδικία. το κακό.

わるい〔悪い〕  ο κακός-ή-ό.  ο πονηρός-ά-ό. 

わるがしこい〔悪賢い〕  ο κατεργάρης-ισσα-ικο.

わるぎ〔悪気〕  το κακό. η κακεντρέχεια. η μοχθηρία.

わるくち〔悪口〕  κακολογώ. κουτσομπολεύω.

わるくなる〔悪くなる〕  χειροτερεύω(-ψα). κάνω(έκανα) χειρότερο.

わるだくみ〔悪巧み〕  η δολιότητα. η δολοπλοκία.  1)たくらむ δολοπλοκώ(-είς,-ησα)

わるぢえ〔悪知恵〕  η πανουργία. η πονηρία. η ματσαράγκα.

ワルツ  το βάλς. 1)〜を踊るχορεύω(-ψα) βάλς.

わるびれる〔悪びれる〕be timid

わるもの〔悪者〕knave ο κατεργάρης. η κατεγάρισσα. 1) ο κατεργάρης-α-ικο.

わるよい〔悪酔い〕η μέθη. το μεθύσι  1)酔っ払った ο μεθυσμένος. η μεθυσμένη.  2)飲んだくれること

το μεθοκόπημα.  2)大酒を飲む  μεθοκοπώ(-άς,-ησα).  3)大酒飲み ο μεθύστακας.

4)人を酔わせる,酒に酔う μεθώ(-άς,μέθυσα).

われ〔我〕  εγώ.

われがち〔我勝ち〕  1)自分勝手ο εγωισμός. η εγωίστρια. ο εγωιστής.  2)〜な ο εγωιστικός-ή-ό.

われめ〔割れ目〕  η ρωγμή. το χάσμα.

われもの〔割れ物〕  το εύθραυστο. 1)〜注意 ΕΥΘΡΑΣΤΟΣ

われら〔我ら〕  εμείς.

われる  το σπάσιμο.

わん〔湾〕  το λιμμάνι.  2)  το μπώλ. η κούπα.

わんきょく〔湾曲〕  η καμπύλη. η καμπή.  1)  ο καμπύλος-η-ο.

わんこう〔湾口〕  ο είσοδος, τοστόμιο, η μπούκα λιμανιού.

わんしょう〔腕章〕  το περιβραχιόνιο.  1) 喪章 το πένθος.

わんぱく〔腕白〕  η ανυπακοή. το κακό παιδί.

ワンピース  το μονοκόμματο μαγίο.

ワンマンしゅぎ〔ワンマン主義〕 η αυταρχικότητα.  1)ワンマンな ο αυταρχικός-ή-ό.

わんりょく〔腕力〕  η φυσική δύναμη.

 

表紙へ戻る      現代ギリシャ語辞典へ  

SEO [PR] 爆速!無料ブログ 無料ホームページ開設 無料ライブ放送