ろ〔炉〕  1)かまどη εστία. το τζάκι. 2)原子〜 ο αντιδραστήρας.

ろ〔櫓〕  το κουπί. η κώπη.

ロイヤリティ  το δικαίωμα.

ロイヤルゼリー  ο βασιλικός πολτός.

ろうあ〔聾唖〕  ο κωφάλαλος-η-ο.

ろうえい〔朗詠〕  η απαγγελία. 1)〜する απαγγέλω(απάγγειλα).

ろうえい〔漏洩〕  η διαρροή. η διαφυγή. 1)〜する διαρρέω(διέρρευσα).

ろうえき〔労役〕  ο μόχθος.

ろうおう〔老翁〕  ο γέρος.

ろうおう〔老媼〕  η γρηά.

ろうか〔廊下〕  ο διάδρομος.

ろうか〔狼火〕  το σήμα φωτιάς. το σύνθημα φωτιάς.

ろうがい〔労咳〕  η φυματίωση.

ろうがん〔老眼〕  η πρεσβυωπία.

ろうきゅう〔老朽〕  η γερατειά. τα γεράματα. ο γερασμένος-η-ο.

ろうぎん〔朗吟〕  η απαγγελία.

ろうく〔労苦〕  ο μόχθος.

ろうご〔老後〕  στο τέλος της ζωής.

ろうこう〔老巧〕  ο παλαίμαχος. βετεράνος.

ろうごく〔牢獄〕  η φυλακή.

ろうさく〔労作〕  ο μόχθος.  η σκληρά εργασία.

ろうし〔牢死〕  ο βίαιος θάνατος. ο θάωατος, η θανή στη φυλακή.

ろうしゃ〔聾者〕  η κουφαμάρα.  1)〜の ο κουφός-ή-ό.  2)〜の耳を聾そる κουφαίνω(κούφανα).

ろうじゃく〔老若〕  ο γέρος και νέος.

ろうしゅう〔陋習〕  η κακή συνήθεια. 1)悪い癖がつく αποκτώ(-άς,-ησα) την κακή συνήθεια.

ろうじゅく〔老熟〕  η ωριμότητα.  1) 〜した ο ώριμος-η-ο.

ろうしゅつ〔漏出〕  η διαφυγή. η διαρροή. η εκροή.  1)〜する τρέχω(έτρεξα).

ろうじょ〔老女〕  η γρηά.

ろうしょう〔朗唱〕  η απαγγελία.

ろうじんいがく〔老人医学〕  η γηριατρική.

ろうじんホーム〔老人ホーム〕  το γηροκομείο.

ろうすい〔漏水〕  η φυγή, η απώλεια

ろうぜき〔狼藉〕  η βία. η βιαιότητα.

ろうそく〔蝋燭〕  το κερί.  1)〜立て το κηροπήγιο.

ろうたい〔老体〕  ο γήρας. τα γεράματα.

ろうちん〔労賃〕  ο μισθός. 1)日給το μεροκάματο. το ημερομίσθιο.

ろうずけ〔ロウ付け・接着〕  η συγκόλληση. το κόλλημα.  1)〜する συγκολλώ(-άς,-ησα) κολλώ(-άς,-ησα).

ろうでん〔漏電〕  το διαρροϊκό ρεύνμα.

ろうどう〔労働〕  η εργασία. η δουλεία.  1) ο Υπουργός Εργασίας.  2)〜者 ο εργάτης. η εργάτρια.

ろうどく〔朗読〕  η απαγγελία.

ろうにん〔浪人〕 1)失業 η αωνεπγία.  2) ο άνεργος-η-ο. 私は失業中です είμαι άνεργος.

ろうはいぶつ〔老廃物〕 τα απορρίματα.

ろうひ〔浪費〕 η σπατάλη.  1)〜するσπαταλώ(-άς,-ησα).

ろうほう〔朗報〕 τα καλά, ευχάριστα νέα.

ろうまんしゅぎ〔浪漫主義〕  ο ρομαντισμός.  1)〜の ο ρομαντικός-ή-ό.

ろうや〔牢屋〕  η φυλακή.

ろうれい〔老齢〕 ο γήρας. τα γεράματα.

ろうれん〔老練〕 ο ικανότης. ο επιδεξιότης. ο επιτηδειότης.

ろうろう〔浪浪〕  η περιπλάνηση.  1)〜とο περιπλανώμενος-η-ο.

ろえい〔露営〕 το στρατόπεδο. η κατασκήνωση. 1)〜する στρατοπεδεύω(-ψα). κατασκηνώνω(-σα).

ローカル カラー  το τοπικό χρώμα.

ロージン〔松やに〕 η ρετσίνα.

ロース  το φιλέτο.

ロースト  το ψητό.  1)   το ψητό κρέας, μοσχάρι,

ロータリー  ο περιστοφικός-ή-ό. ο περιστρφόμενος-η-ο. ο κυκλικός-ή-ό. 

ロータリークラブ ο Ροταριανός Όμιλος.  η Λέσχη Ροταριανών.

ロープ  το σχοινί

ロープウエー  το τελεφερίκ. ο εναέριος σιδηρόδρομος.

ローマ η Ρώμη.  1)〜字 οι λατινικοί αριθμό.

ローラースケート  το πατινάζ.

ローリング  η κυλίνδιση.  η κύκιση.  1)船の〜 η διατοίχιση και πρόνευση.

ローン το δάνειο. η δόση.

ろか〔ろ過〕 το φίλτρο.  η διήθηση. 1)するφιλτράρω(φιλτράρισα). 2)〜紙 ο διηθητικός χάρτης.

ろく〔6〕 έξη.  1) ο έκτος-η-ο.

ろくおん〔録音〕 η εγγραφή. 1)〜機  η εγγραφή μηχανή.

ろくがつ〔6月〕 ο Ιούνιος.

ろくかっけい〔六角形〕 το εξάγωνο.

ろくしょう〔緑青〕η πράσινη οξίδωση χαλκού.

ろくねんかん〔六年間〕  η εξαετία.

ろくまく〔肋膜〕 η πλευρίτη. ηπλευρίτιδα.  1)〜炎 η πλευρίτιδα.

ろくめんの〔六面の〕εξάεδρος-η-ο. 1)〜たい το εξάεδρο.

ロケーション η τοποθεσία στο μέρος.

ロケット ο πύραυλος.  η ροκέτα.  1)ペンダント  το μενταγιόν. 

ろけん〔路肩〕 ο ώμος δρόμου.

ろけん〔露見〕 η αποκάλυψη.  1)する αποκαλύπτω(-ψα).

ロココ   το ροκοκό.

ろこつ〔露骨〕 ο γυμνότης.

ろし〔ろ紙〕ο διηθητικός χάρτης.

ロジウム  το ρόδιο.

ろしゅつ〔露出〕 η έκθεση στον αέρα.  1)〜計  το φωτόμετρο.

ろじょう〔路上〕 στο δρόμο.

ろせん〔路線〕 το δρομολόγιο.  1)〜図 ο οδικός χάρτης. ο χάρτης κινήσης.

ロッカー  το ντουλάπι.

ろっかげつ〔六ヶ月〕 η εξαμηνία.  1)ο εξάμηνος-η-ο.

ろっかん〔肋間〕 〜神経痛 η νευραλγία.

ロッククライミング  1)登山家 ο οπειβάτης αναρριχώμενος σε βράχους.

ろっこつ〔肋骨〕 η πλευρά. το παϊδάκι.

ロッジ  το διαμέρισμα.  η κατοικία.

ろっぴゃく〔六百〕 οι εξακόσιοι-ες-α.

ろてい〔路程〕 η απόσταση. η διαδρομή.

ろてん〔露天〕 το ύπαιθρο.  1)野外のυπαίθριος-α-ο.

ろてん〔露店〕 το υπαίθριο καταστημα.  η υπαίθρια αγορά

ろてん〔露点〕 το υγρόμετρο σημείου δρόσου. το σημείο δρόσου.

ろば〔驢馬〕 το γαϊδούρι.  ο γάϊδαρος.

ロビー  ο προθάλαμος.  ο διάδρομος. ο είσοδος.

ロボット το ρομπότ.

ロマン  ο Ρωμαίος.  1) ο ρωμαϊκός-ή-ό.

ロマンス 1) η ρω(ο)μανική γλώσσα. η νεολατινική γλώσσα.  2) 恋愛 το ρομάντζο. 

ロマンチシズム ο ρω(ο)μαντισμός. οι φανταστικές ιδέες.

ロマンチスト  ο ρωμαντικός.

ロマンチック  ο ρωμαϊκός-ή-ό.

ろめん(路面) η επιφάνεια του δρόμου.

ろれつ〔呂律〕 η άρθρωση.  1)〜が悪い η κακή άρθρωση. η κακή προφορά.

ろんぎ〔論議〕 το επιχείρημα. η συζήτηση.

ロングラン  ο επιτυχής-ής-ές.  1)の映画 η επιτυχής ταινίας.

ろんこく〔論告〕 η κατηγορία. το κατηγόρημα

ろんし〔論旨〕 η ουσία.  το κύριο σημείο.

ろんしゃ〔論者〕 ο συζητητής.

ろんじゅつ〔論述〕 η έκθεση. η ανάπτυξη.

ろんしょう〔論証〕 η απόδειξη. ο έλεγχος.

ろんずる〔論ずる〕 συζητώ(-άς,-ησα). πραγματεύομαι(πραγματεύθηκα).

ろんせつ〔論説〕 ο λόγος.

ろんせん〔論戦〕 η συζήτηση.

ろんそう〔論争〕 η συζήτηση. η φιλονικία.

ろんだい〔論題〕 το θέμα.  το αντικείμενο. το ζήτημα.

ろんぴょう〔論評〕 η κριτική.

ろんぶん〔論文〕 η πραγματεία.  η διατριβή  1)学位〜 η διδακτορική πραγματεία.

ろんぽう〔論法〕η λογική.

ろんり〔論理〕η λογική.  1)〜学  η λογική.

表紙へ戻る         現代ギリシャ語辞典へ

SEO [PR] 爆速!無料ブログ 無料ホームページ開設 無料ライブ放送