れい〔例〕  το παράδειγμα.

れい〔霊〕  η ψυχή.

れい〔零〕  το μηδέν(μηδενός).

レイアウト  η τακτοποίηση. η διάταξι. 1)〜するτακτοποιώ(-είς,-ησα). διατάζω(-ξα).

れいか〔零下〕  κάτω από το μηδέν. το ψύχος.

れいかい〔例会〕  η κανονική συνάντηση.  η τακτική συγκέντρωση. 

れいがい〔冷害〕  η ζημία από το κρύο

れいがい〔例外〕  η εξαίρεση. 1)〜的に ο εξαιρετικός-ή-ό. 2)〜なく χωρίς εξαίρεση.

3)・・・は〜とする εξαιρούμαι(εξαιρέθηκα).

れいかん〔霊感〕  η έμπνευση.

れいき〔冷気〕 ο κρύος αέρας

れいぎ〔礼儀〕  η εθιμοτυπία. 1)〜な ο εθιμοτυπικός-ή-ό.

れいきゃくする〔冷却する〕  ψυχραίνω(ψύχρανα).ψύχω(έψυξα). 1)冷却期間 το διάλειμμα.

れきゅうしゃ〔霊柩車〕το αυτοκίνητο νεκροφόρος.

れいきん〔礼金〕 η ανταμοιβή. η επιβράβευση.

れいぐう〔礼遇〕  η φιλοξενία. <反> 冷遇η αφιλοξενία.

れいけつかん〔冷血漢〕  με κρύα καρδιά.

れいこう〔励行〕  η εκτέλεση. η εφαρμογή.

れいこく〔冷酷〕  η αναισθησία. 

れいしょう〔例証〕  το παράδειγμα.

れいすい〔冷水〕  το κρύο νερό.

れいせい〔冷静〕  η ηρεμία.  1)〜な ο ήρεμος-η-ο. ο πράος-α-ο.

れいせつ〔礼節〕  ο τρόπος.

れいせん〔冷戦〕  ο ψυχρός πόλεμος.

れいそう〔礼装〕  τα εθιμοτθπικά ρούχα. το τυπικό ένδυμα.

れいぞこ〔冷蔵庫〕  το ψυγείο.

れいだい〔例題〕  το παράγειγμα.

れいたん〔冷淡〕  η ψυχρότητα.

れいちょう〔霊長〕  τα πρωτεύοντα.

れいてん〔零点〕  το μηδενικό. το μηδέν 1)〜をつける μηδενίζω(-σα). 2)〜を取った μου έδωσε

μηδέν. πήρα (παίρνω) μηδενικό βαθμού.

れいど〔零度〕 το μηδέν(-ενος).

れいとう〔冷凍〕  η ψύξη. η κατάψυξη. 1)〜する ψύχω(έψυξα). 2)〜の ο ψυκτικός-ή-ό.

ο καταψυγμένος-η-ο. 3)〜肉 το κατα(κατε)ψυγμένο κρέας.

4)〜食品  το καταωυγμένο φαγητό. 5)〜庫  η καταψύκτης. ο ψυκτικός θάλαμος. 

6)〜冷蔵庫 ο ψυγειοκαταψύκτης.

れいねん〔例年〕  κάθε χρονία.

れいはい〔礼拝〕  η λατρεία. η προσκύνηση. 1)〜する λατρεύω(-ψα). προσκυνώ(-είς,-ησα).

れびょう〔霊廟〕  το μαυσωλείο.

れいふく〔礼服〕  τα εθιμοτθπικά ρούχα. το τυπικό ένδυμα.

れいほう〔礼砲〕  ο κανονιοβολισμός.

れいぼう〔冷房〕  το αερόθερμο. 1)〜装置 ο κλιματισμός.

レート  το ποσοστό.

レール  η σιδηροτροχιά. το σίδερο.

レーンコート  το αδιάβροχο.

レガッタ  η ρεγάττα. η λεμβοδρομία.

れきし〔歴史〕  η ιστορία. 1)〜の  ο ιστορικός-ή-ό. 2)〜家 ο,η ιστοριογράφος.

れきせんのゆうし〔歴戦の勇士〕 ο παλαίμαχος.

れきだい〔歴代〕 ο,η διάδοχος. 1)〜の  ο διαδοχικός-ή-ό.

れきにん〔歴任〕  η διαδοχή.  1)〜している ο διαδοχικός-ή-ό.

れきほう〔歴訪〕1)〜する κάνω το γύρο της  χώρας.

レクリエーション  η ψυχαγωγία. η διασκέδαση.

レコード  ο δίσκος.

レーサー η κούρσα  1)自動車〜 το αυτοκίνητο κούρσας.

レザー  το δέρμα.

レーシングカー το αυτοκίνητο αγώνων.1)〜ボート η λεμβοδρ ομία. 2)〜ホース η ιπποδρομία.

レジ το ταμείο

レシート  η απόδειξη.

レシーバー το ακουστικό.

レシーブ δέχομαι(δέχθηκα). λαμβάνω(έλαβα). λαβαίνω(έλαβα).

レジスター η μηχανή ταμείου. το ρετζίστρο.

レジスタンス η αντίσταση. 1)〜の  ο αντιστασιακός-ή-ό.

レジャー  η σχολή(σκολή). η άνεση.

レストハウス το αναπαυτήριο. το χάνι. το πανδοχείο.

レストラン  το εστιατόριο. το ρεστωράν(τ).

レスビアン  η λεσβία. ο λεσβιασμός. 1)〜の ο λεσβιακός-ή-ό.

レスラー ο παλαιστής.

レスリング η πάλη. 1)〜場  η παλαίστρα. 2)〜をする παλεύω(-ψα).

レセプション η υποδοχή. η δεξίωση. 1)ホテルの〜  η υποδοχή ξενοδοχείου.

レーダー  το ραντάρ.

レタスτο μαρούλι.

レタリング το σχεδιάγραμμα.

レチーナ  η ρετσίνα. *松脂が入てるワイン

れつ〔列〕 η σειρά. 1)一列に並ぶ μπαίνω(μπήκα) στην σείρα. 2)順番に  με την σείρα.

3)一列に並んだ・連続して κατά σείρα.

レッカー車  το αυτοκίνητο επισκευών.

れっきょ〔列挙〕  η απορίθμηση. 1)〜する απαριθμώ(-είς,-ησα).

れっしゃ〔列車〕  το τραίνο.

れつでん〔列伝〕  η βιογραφία.

レッテル  η ετικέτα. η επικεφαλής. η επιγραφή.

れっとう〔劣等〕  η κατωτερότητα. 1)〜感 το αίσθημα(η αίσθηση) κατωτερότητας.

το σύμπλεγμα κατωτερότητας.

れっとう〔列島〕  το αρχιπέλαγος. 1)エーゲ海 το Αιγαίο Πέλαγος.

レディー  η κυρία. η γυναίκα.

レディーメード(既製服) τα  έτοιμα ρούχα

レトリック  η ρητορική.

レバー  ο μοχλός.

レバー  το συκώτι.

レパートリー  το ρεπερτόριο.

レビュー  η αναθεώρηση. 1)劇などの〜 η επιθεώρηση.

レフリー  ο διαιτητής.

レベル  η στάθμη. το αλφάδι.

レポーター  ο,η ρεπόρτερ. ο,η δημοσιογράφος.

レポート  η έκθεση.

レムベティカ  τα ρεμπέτικα.  *ギリシャ民衆舞踊

レモン  το λεμόνι. 1)〜の花 ο λεμονανθός. 2)〜絞り器 ο λεμονοστύφτης.

3)〜の皮 η λεμονόφλουδα. 4)〜レモネード  η λεμονάδα.

5)〜ティ το τσάϊ με λεμόνι.

レリーフ το ανάγλυφο.

レール η ράβδος. η σιδηροτροχιά. οι ράγες.

れんあい〔恋愛〕  η αγάπη. ο έρωτας. 1)〜する αγαπώ(-άς,-ησα). ερωταύομαι(ερωτεύτηκα).

れんか〔恋歌〕  το ερωτικό τραγούδι.

れんか〔廉価〕  η χαμηλητιμή.

レンガ  το τούβλο.  *俗語で「融通の利かない人」

れんけい〔連携〕  η συνεργασία.

れんけつ〔連結〕  ο σύνδεσμος.  1)〜の ο συνδετικός-ή-ό.  2)〜器  ο συνδετήρας.

3)〜するσυνδέω(-σα).

レンゲツツジ η αζαλέα.

れんごう〔連合〕  ο συνδυασμός. 1)〜する συνδυάζω(-σα).

レーンコート το αδιάβροχο.

れんさい〔連載〕 η επιφυλλή. το μυθιστόρημα

れんさはんのう〔連鎖反応〕  η αλυσωτή(αλυσιδωτή) αντίδραση.

れんじつ〔連日〕  από μέρα σε μέρα. από την ημέρα στην άλλη.

れんしゅう〔練習〕  η άσκηση. η πράξη. 1)〜する ασκούμαι(ασκήθηκα).

れんしょ〔連署〕 η συνυπογραφή. η υπογραφή ηνωμένως.

れんしょう〔連勝〕  η διάδοχη νίκη.

レンズ  ο φακός. 1)コンタクト〜ο φακός επαφής.

レンズまめ〔レンズ豆〕  η φακή.

れんせんれんしょう〔連戦連勝〕 η διάδοχη νίκη.

れんそう〔連想〕  ο συνειρμός ιδεών.

れんぞく〔連続〕  η συνέχεια. 1)〜の ο συνεχής-ής-ές. 2)〜を続ける συνεχίζω(-σα).

れんだ〔連打〕  ο χτύπος. 1)〜する χτυπώ(-άς,-ησα) συνέχεια.

れんたい〔連帯〕  η αλληλεγγύη

れんたいせきにん〔連帯責任〕  η συνενοχή. το υπεύθυνο.

れんたいほしょう〔連帯保証〕  η εγγύηση. η αλληλεγγύη. 1)〜人 ο εγγυητής.

レンタカー  το νοικιαζομένο αυτοκίνητο.

れんたつ〔練達〕  η ικανότητα. η επιτηδειότητα

れんたん〔練炭〕  η μπρικέττα.

れんちゅう〔連中〕  η παρέα.

れんどう〔連動〕  η εμπολοκή.

レントゲン  η αντινογραφία.

れんにゅ〔練乳〕  το συμπεπυκνωμένο γάλα.

れんぱ〔連覇〕  η διάδοχη νίκη.

れんぱつ〔連発〕  ο καταιγισμός σφαιρών.

れんぽう〔連邦〕  η ομοσπονδία. 1)〜の ο ομοσπονδιακός-ή-ό. 2)〜制の ο ομόσπονδος-η-ο.

れんぽう〔連峰〕  η οροσειρά.

れんめい〔連盟〕  η ένωση.ο σύνδεσμος. ο συνασπισμός.

れんらく〔連絡〕  η σύνδεση. 1)〜する συνδέω(-σα). 2)〜をとる παίρνω(πήρα) τη σύνδεση.

3)〜船το φέριμποτ.

 

表紙へ戻る     現代ギリシャ語辞典へ

SEO [PR] 爆速!無料ブログ 無料ホームページ開設 無料ライブ放送