職 業 (〜主義者・〜崇拝者等は除く)
あ
あいどくか〔愛読家〕 ο βιβλιόφιλος. η βιβλιόφιλη.
あかぼう〔赤帽〕 ο αχθοφόρος.
あくとう〔悪党〕 ο κανάγιας.
アクロバット師 ο ακροβάτης.
アナウンサー ο εκφωνητής. η εκφωνήτρια.
あんないがかり〔案内係〕 ο
ταξιθέτης. η ταξιθέτρια.
い
いし〔医師〕 ο γιατρός(ιατρός).
女医 η γιατρίνα.
いじゅうしゃ〔移住者〕 ο , η άποικος. ο μετανάστης. η
μετανάστρια.
いそうろう〔居候〕 ο κηφήνας.
いっとうこうかいし〔1等航海士〕 ο υποπλοίαρχος.
いはんしゃ〔違反者〕 ο παραβάτης. η παραβάτισσα.
いみん〔移民〕ο μετανάστης. η μετανάστρια.
インテリアデザイナー
ο διακοσμητής. η
διακοσμήτρια.
いんぼうしゃ〔陰謀者〕 ο
μηχανορράφος.
う
ウエイター ο σερβιτόρος.
うけおいぎょうしゃ〔請負業者〕 ο εργολαβός.
うけとりにん〔受取人〕 ο δεκτής.
うちゅうひこうし〔宇宙飛行士〕 ο αστροναύτης. ο κοσμοναύτης.
うぬぼれや〔自惚れや〕 ο αλαξόνας.
うらぎりもの〔裏切者〕 ο προδότης. η προδότρια.
うんてんしゅ〔運転手〕
ο αμαξάς. ο συνοδηγός.
え
えいがかんとく〔映画監督〕 ο , η σκηνοθέτης. η σκηνοθέτρια.
えいようし〔栄養士〕 ο , η διαιτολόγος.
えきちょう〔駅長〕 ο σταθμάρχης.
えんしゅつか〔演出家〕 ο
σκηνοθέτης. η σκηνοθέτρια.
えんとつそうじふ〔煙突掃除夫〕 ο καπνοδοχοκαθαριστής.
お
おう〔王〕 ο βασιλιάς. 女王 η βασίλισσα.
おうじ〔王子〕 ο βασιλοπούλος. το βασιλόπουλο.
ο βασιλόπαις.
おおざけのみ〔大酒のみ〕 ο μπεκρής. η μπεκρού.
おろしうりぎょうしゃ〔卸売業者〕 ο χονδρέμπορος.
おおじぬし〔大地主〕 ο
μεγαλοκτηματίας.
おうじょ〔王女〕
η βασιλοπούλα. η
βασιλόπαις. η πριγκίπισσα.
おうぞく〔王族〕 ο εστεμμένος.
おきなかし〔沖仲仕〕 ο
εκφορτωτής. ο λιμενεργάτης.
おきゃく〔お客〕 ο πελάτης. η πελάτισσα.
おくじょちゅう〔奥女中〕 η οδαλίσκη.
おっと〔夫〕 ο άντρας.〜の兄(弟)ο κουνιάδος. 〜の姉(妹)η κουνιάδα.
おとも(お供) ο , η συνοδός. ο ακόλουθος.
オーナー ο ιδιοκτήτης.
おばけ〔お化け〕 το ξωτικό.
オペレイター ο χειριστής. η χειρίστρια.
おやかた〔親方〕 ο μάστορας.
おりこ〔織子〕 η υφάντρια.
おろしうりぎょうしゃ〔卸売業者〕 ο μεγαλέμπορος. ο χονδρέμπορος.
おんなたらし〔女たらし〕 ο
μπερμπάντης.
か
がくぶちょう〔学部長〕 ο κοσμήτορας.
かいぐんしょうい〔海軍少尉〕 ο ανθυποπλοίαρχος. ο , η σημαιοφόρος.
かいぐんしょうしょう〔海軍少将〕 ο υποναύαρχος.
かいぐんたいい〔海軍大尉〕 ο
υποπλοίαρχος.
かいぐんたいさ〔海軍大佐〕 ο
καπετάνιος. η καπετάνισσα.
かいぐんちゅうじょう〔海軍中将〕 ο αντιναύαρχος.
かいけいし〔会計士〕 ο
λογιστής. η λογίστρια.
がいこうかん〔外交官〕 ο , η διπλωμάτης. η διπλωμάτισσα.
かいしゃくしゃ〔解釈者〕 ο
ερμηνευτής. η ερμηνεύτρια.
かいぞく〔海賊〕 ο πειρατής.
ガイド ο , η ξαναγός.
かいなんきゅうじょたいいん〔海難救助隊員〕 ο
ναυαγοσώστης.
かいへいたい〔海兵隊〕 ο πεζοναύτης.
かいほうしゃ〔解放者〕 ο απελευθερωτής. ο λυτρωτής.
がいむだいじん〔外務大臣〕 ο
καγκελάριος.
がか〔画家〕 ο , η ζωγράφος.
かがくしゃ〔科学者〕 ο , η χημικός.
かぎや〔鍵屋〕 ο κλειδαράς.
がくし〔学士〕 ο , η πτυχίουχος.
がくしいんかいいん〔学士院会員〕 ο ακαδημαϊκός. η ακαδημαϊκή.
かくめいか〔革命家〕 ο επαναστάτης.
η επαναστάτρια.
かしかん〔下士官〕 ο
υπαξιωματικός.
かししょくにん〔菓子職人〕 ο ζαχαροπλάστης.
かじや〔鍛冶屋〕 ο σιδεράς. ο
σιδηρουργός.
かしゅ〔歌手〕 ο τραγουδιστής. η τραγουδίστρια.
がっしょうたいいん〔合唱隊員〕 ο
ιεροψάλτης.
かっか〔閣下〕 ο αξιωματικός.
かせいふ〔家政婦〕 日雇い〜 η παραδουλεύτρα.
かせぎて〔稼ぎ手〕 ο βιοπαλαιστής.
かちくどろぼう〔家畜泥棒〕 ο
ζωοκλέφτης.
かにゅうしゃ〔加入者〕 ο
συνδρομητής. η συνδρομήτρια.
かねもち〔金持ち〕 ο
άρχοντας. η αρχόντισσα.
かぶしきなかがいにん〔株式仲買人〕 ο
χρηματιστής.
カメラマン ο φωτογράφος.
ガラスしょくにん〔ガラス職人〕 ο
υαλουργός.
かりぬし〔借主〕 ο χρεώστης.
ガールスカウト η προσκοπίνα.
がんかい〔眼科医〕 ο , η
οφθαλμίατρος.
かんこうきゃく〔観光客〕 ο
περιηγητής. η περιηγήτρια. ο τουρίστας. η τουρίστρια.
かんごし〔看護士〕 ο νοσοκόμος.
かんごふ〔看護婦〕 η νοσοκόμα.
かんざいにん〔管財人〕 ο κηδεμόνας.
かんしかん〔監視官〕 ο
επιθεωρητής. η επιθεωρήτρια. ο , η επιστήμονος.
かんししゃ〔監視者〕 ο επιτηρητής.
η επιτηρήτρια. ο επόπτης. η
επόπτρια.
かんそくにん〔観測人〕 ο
παρατηρητής. η παρατηρήτρια..
かんていか〔鑑定家〕 ο , η
ειδήμονας.
かんぱんちょう〔甲板長〕 ο
ναύλκηρος. ο λοστρόμος.
かんりしゃ〔管理者〕 ο διοικητής.
き
きかいこうがくしゃ〔機械工学者〕 ο , η
μηχανολόγος.
きかんし〔機関士〕 ο μηχανοδηγός. ο θερμαστής.
きぎょうけいえいしゃ〔企業経営者〕
ο βιομήχανος.
ききんぞくしょう〔貴金属商〕ο
κοσμηματοπώλης.
きこり〔木こり〕 ο ξυλοκόπος.
きし〔騎士〕 ο ιππότης.
ぎし〔技師〕 ο τεχνίτης. η τεχνίτρια. ο , η μηχανικός.
ぎしちょう〔技師長〕 ο αρχιμηχανικός.
きしゅ〔旗手〕 ο , η σημαιοφόρος.
きしゅ〔騎手〕 ο καβαλάρης. η καβαλάρισσα.
ぎせいしゃ〔犠牲者〕 το θύμα.
きぞく〔貴族〕
ο αριστοκράτης. η
αριστοκράτισσα.
ギタリスト
ο κιθαριστής. η
κιθαρίστρια.
ぎちょう〔議長〕 ο , η προέδρος.
きつえんか〔喫煙家〕 ο
καπνιστής. η καπνίστρια.
きっさてんマスター〔喫茶店マスター〕 ο
καφετζής.
きふしゃ〔寄付者〕 ο δωρητής. η δωρήτρια.
きょうかいばんにん〔教会番人〕 ο
νεωκόρος. ‹ αρχ. ναο-κόρος.
ぎゅうにゅうや〔牛乳屋〕 ο γαλατάς.
きょういくしゃ〔教育者〕 ο
εκπαιδευτής. η εκπαιδεύτρια.
ο , η παιδαγωγός.
きょうえんしゃ〔共演者〕 ο
συμπρωταγωνιστής. η
συμπρωταγωνίστρια.
きょうかつはん〔恐喝犯〕 ο εκβιαστής.
きょうぎしゃ〔競技者〕 ο ανταγωνιστής. η ανταγωνίστρια.
きょうじゅ〔教授〕
ο καθηγητής. η καθηγήτρια.
ぎょうしょうにん〔行商人〕 ο πραματευτής.
きょうばいにん〔競売人〕 ο
πλειστηριαστής.
きょうはんしゃ〔共犯者〕 ο , η
συνεργός.
きょうぼうしゃ〔共謀者〕 ο
συνωμότης. η συνωμότισσα.
きょうゆ〔教諭〕 ο δημοδιδάσκαλος. η δημοδιδασκάλα.
きんさいくし〔金細工師〕 ο
χρυσοχόος.. ‹ χρυσός + χέω.
きょしょう〔巨匠〕 ο βιρτουόζος.
ギリシャごがくしゃ〔ギリシャ語学者〕 ο
ελληνιστής. η ελληνίστρια.
きんこうふ〔金鉱鉱夫〕 ο χρυσοθήρας.
きんゆうぎょうしゃ〔金融業者〕 ο
δανειστής.
く
くうぐんぐんそう〔空軍軍曹〕 ο σμηνίας.
くうぐんたいい〔空軍大尉〕
ο σμηναγός.
くうぐんたいさ〔空軍大佐〕
ο σμήαρχος.
クスリや〔薬屋〕 το
φαρμακείο. ο φαρμακέμπορος.
くつしょくにん〔靴職人〕 ο υποδηματοποιός.
くつなおししょくにん〔靴直し職人〕ο
μπαλωματής.
くつや〔靴屋〕 ο τσαγκάρης.
くないちょうかん〔宮内長官〕 ο αυλάρχης.
クルーリうり〔クルーリ売り〕 ο κουλουριτζής.
ぐんい〔軍医〕 ο επίατρος.
け
けいさつかん〔警察官〕 ο , η αστυνομικός. η αστυνομικίνα.
げいじゅつか〔芸術家〕 ο
καλλιτέχνης. η καλλιτέχνιδα.
けいぶ〔警部〕 ο αστυνομός.
けいぶほ〔警部補〕 ο υποστυνόμος.
げかい〔外科医〕 ο , η χειρούργος. ο , η χειρουργός.
けがわしょう〔毛皮商〕 ο γουναράς.
げきさっか〔劇作家〕 ο , η δραματουργός. ο δραματοποιός.
げしゅくにん〔下宿人〕 ο , η
οικότροφος. ο , η τρόφιμος.
げじょ〔下女〕
το δουλιό.
けっとうしゃ〔決闘者〕 ο μονομάχος.
ゲリラ ο αντάρτης. η αντάρτισσα.
けんえつかん〔検閲官〕 ο λογοκριτής.
けんきゅうしゃ〔研究者〕 ο σπουγαστής. η σπουδάστρια. ο
μελετητής. η μελετήτρια.
けんけつしゃ〔献血者〕 ο αιμοδότης. η αιμοδότρια.
げんごがくしゃ〔言語学者〕 ο , η γλωσσολόγος. ο , η φιλόλογος.
げんこく〔原告〕 ο μηνυτής. ο , η κατήγορος.
けんさかん〔検査官〕 ο ελεγκτής.
けんちくか〔建築家〕 ο , η αρχιτέκτονας. ο , η αρχιτέκτων.
けんちくぎょうしゃ〔建築業者〕 ο
χτίστης.
けんちじ〔県知事〕 ο , η
νομάρχης.
こ
こういせいしょくしゃ〔高位聖職者〕 ο
αρχιερέας. ο ιεράρχης.
こうかいし〔航海士〕 ο ναυτίλος.
こうかん〔高官〕 ο αξιωματούχος.
こうぎょうしゃ〔興業者〕 ο
ιμπρεσάριος.
こうくうへい〔航空兵〕 ο σμηνίτης.
こうけいしゃ〔後継者〕 ο , η
διάδοχος.
こうけんにん〔後見人〕ο κηδεμόνας.
こうこうちょう〔高校長〕 ο , η
λυκειάρχης. η λυκειάρχισσα.
こうこがくしゃ〔考古学者〕 ο , η αρχαιολόγος.
こうしゃく〔公爵〕 ο δούκας. 〜婦人 η δούκισσα.
こうしゃく〔侯爵〕 ο μαρκήσιος. η μαρκησία.
こうしょうにん〔公証人〕 ο , η
συμβολαιογράφος.
こうしょうにん〔交渉人〕 ο διαπραγματευτής.
こうじょうちょう〔工場長〕 ο
εργοστασιάρχης.
こうていしゃ〔校訂者〕 ο
σχολιαστής. η σχολιάσρια.
こうたいごう〔皇太后〕 η βασιλομήτωρ(-ορος).
こうたいし〔皇太子〕 ο πρίγκιπας.
こうてい〔皇帝〕
ο αυτοκράτορας. η αυτοκρατόρια.
こうぶつがくしゃ〔鉱物学者〕 ο μεταλλειολόγος.
こうむいん〔公務員〕 ο , η λειτουργός.
こうりがし〔高利貸し〕 ο τοκογλύφος.
こうりしょう〔小売商〕 ο λιανοπουλητής.
こうわんきょくちょう〔港湾局長〕 ο λιμενεργάτης.
こうわんろうどうしゃ〔港湾労働者〕 ο φορτοεκφορτωτής.
こさくにん〔小作人〕 ο κολίγας. ο κολίγος.
こじ〔孤児〕 ο ορφανός. η ορφανή.
こじき〔乞食〕 ο διακονιάρης. η διακονιάρισσα. ο ζητιάνος. η ζητιάνα.
こくそにん〔告訴人〕ο μηνυτής. η μηνύτρια.
こくはつしゃ〔告発者〕 ο , η
κατήγορος.
コーチ ο προπονητής. η προπονήτρια.
ごちょう〔伍長〕 ο δεκανέας(οι –είς).
こてんがくしゃ〔古典学者〕 ο κλασ(σ)ικιστής.
こっかいぎいん〔国会議員〕 ο βουλευτής.
η βουλευτίνα.
コック ο μάγειρας. ο μάγερας.
こっとうや〔骨董屋〕 ο παλαιοπώλης.
こてんぶんがくしゃ〔古典文学者〕 ο ανθρωπιστής. η ανθρωπίστρια.
こばいぎょうしゃ〔故買業者〕 ο , η κλεπταποδόχος.
こぶつしょう〔古物商〕 ο , η παλαιοπώλης. η παλαιοπώλισσα.
こもり〔子守り〕 η μπεμπυ-σίτερ. η μπεϊμπισίτερ.
こもりおんな〔子守り女〕 η νταντά.
ごろつき〔ごろつき〕 ο μπερμπάντης.
こんがんしゃ〔懇願者〕 ο
ικετής. η ικέτιδα. η ικέτισσα.
こんやくしゃ〔婚約者〕 ο
μνηστήρας. η μνηστή.
さ
さいきんがくしゃ〔細菌学者〕 ο , η
μικροβιολόγος.
さいこうさいばんしょはんじ〔最高裁判所判事〕 ο αρεοπαγίτης.
さいけんしゃ〔債権者〕 ο
πιστωτής. η πιστώτρια.
さいしょくしゅぎしゃ〔菜食主義者〕ο , η
λαχανοφάγος.
さいばいしゃ〔栽培者〕 ο
καλλιεργητής
さいむしゃ〔債務者〕 ο
οφειλέτης.
さかなや〔魚屋〕 ο ψαράς.
さぎし〔詐欺師〕ο κάλπης.
さくら(お客を装う) η κλάκα.
さけのみ〔酒飲み〕 ο πότης.
さっきょくか〔作曲家〕 ο μουσουργός. ο μουσικοσυνθέτης.
さつじんしゃ〔殺人者〕 ο , η δολοφόνος.
さんぱいしゃ〔参拝者〕 ο προσκυνητής. η προσκυνήτρια.
さんかい〔産科医〕 ο ,η μαιευτήρας.
さんかしゃ〔参加者〕 ο , η μέτοχος.
さんぶんさくしゃ〔散文作者〕 ο , η
πεζογράφος.
し
しかい〔歯科医〕 ο , η
οδοντίατρος.
しがいせいそういん〔市街清掃員〕 ο
σκουπιδιάρης.
じかん〔次官〕 ο , η υφυπουργός.
しけいしっこうにん〔死刑執行人〕 ο
δήμιος.
しかんこうほせい〔士官候補生〕 ο
εύελπης(οι -ηδες,-ηδις.).
しけいしっこうかん〔死刑執行官〕 ο
μπόγιας.
しけんかん〔試験官〕 ο εξεταστής.
しさい〔司祭〕 ο παπάς. 〜婦人η παπαδιά.
しじしゃ〔支持者〕 ο , η
συνήγορος.
ししゃ〔使者〕 ο αγγελιαφόρος. ο αγγελιοφόρος. ο άγγελος.
しじん〔詩人〕 ο ποιητής.
η ποιήτρια.
じぜんか〔慈善家〕 ο ευεργέτης.
η ευεργέτισσα. η ευεργέτρια.
しちょう〔市長〕 ο δήμαρχος.
η δημαρχίνα.
しどうしゃ〔指導者〕 ο αρχιμουσικός.
ο διευθυντής. ο ηγετικός.
η ηγέτιδα. ο οδηγητής.
じっこうしゃ〔実行者〕 ο εκτελεστής.
しちや〔質屋〕 ο ενεχυροδανειστής.
じぬし〔地主〕 ο ιδιοκτήτης. η ιδιοκτήτρια.
しはいしゃ〔支配者〕 ο δεσπότης.
しはらいにん〔支払人〕 ο πληρωτής.
じびいんこうかい〔耳鼻咽喉科医〕 ο , η
ωτορινολαρυγγολογός.
しほんか〔資本家〕ο κεφαλαιοκράτης. η κεφαλαιοκράτρια.
じむかん〔事務官〕 ο , η γραμματέας. ο γραφέας(οι –είς).
しゃかいがくしゃ〔社会学者〕 ο , η κοινωνιολόγος.
しゃくやにん〔借家人〕 ο ενοικιαστής.
η ενοικιάστρια. ο , η ένοικος. ο νοικάρης. η νοιικάρισσα.
しゃちょう〔社長〕 ο αφέντης. η αφέντισσα. το αφεντικό.
じゅうい〔獣医〕 ο , η
κτηνίατρος.
しょうにかい〔小児科医〕 ο , η
παιδίατρος.
しんけいかい〔神経科医〕ο , η
νευρολόγος.
じゅうぎょういん〔従業員〕 ο , η
υπάλληλος.
しゅうきょうさいばんかん〔宗教裁判官〕 ο
ιεροεξεταστής.
しゅうぜんや〔修繕屋〕 ο γανωματής.
ο γανωτζής.
しゅうどういんいんちょう〔修道院院長〕 ο ηγούμενος.
η ηγουμένη. η ηγουμένισσα.
しゅうどうし〔修道士〕 ο ασκητής. ο ερημίτης.
しゅうどうじょ〔修道女〕 η μοναχή.
じゅうみん〔住民〕 ο , η κάτοικος.
しゅさいしゃ〔主催者〕 ο οργανωτής. η οργανώτρια.
しゅしょう〔首相〕ο καγκελάριος. ο , η πρωθυπουργός.
しゅじん〔主人〕 ο οικοδεσπότης.
ο σπιτονοικοκύρης.
しゅっぴんしゃ〔出品者〕 ο εκθέτης. η εκθέτρια.
しゅぴつしゃ〔執筆者〕 ο συντάκτης. η συντάκτρια.
しゅふ〔主婦〕 η οικοδέσποινα. η σπιτονοικοκυρά.
じゅんい〔准尉〕 ο ανθυπαστιστής.
じゅんさ〔巡査〕 ο αστυφύλακας.
じゅんさぶちょう〔巡査部長〕 ο αρχιφύλακας.
じゅんしょう〔准将〕 ο ταξίαρχος
じょういんぎいん〔上院議員〕 ο γερουσιαστής.
しょうがくきんせい〔奨学金生〕 ο , η υπότροφος.
しょうせつか〔小説家〕 ο , η μυθιστοριογράφος.
しょうにかい〔小児科医〕 ο , η παιδίατρος.
しようにん〔使用人〕 ο χρήστης.
しょうにん〔商人〕 ο έμπορος.
じょうばしゃ〔乗馬者〕 ο καβαλάρης. η καβακάρισσα.
しょうひしゃ〔消費者〕 ο αγοραστής. ο καταναλωτής. η καταναλώτρια.
じょうほうていきょうしゃ〔情報提供者〕 ο πληροφοριοδότης.
η πληρπφοριοδότρια.
じょうむいん〔乗務員〕 το πλήρωμα.
しょうりしゃ〔勝利者〕 ο
νικητής. η νικήτρια.
しょくちょう〔職長〕 ο αρχιεργάτης. η αρχιεργάτισσα.
しょくりょうてんしゅ〔食料店主〕 ο
παντοπώλης.
しょうてんしゅ〔商店主〕 ο μαγαζάτορας. ο καταστηματάρχης.
しょうふ〔娼婦〕 η ξεσκισμένη.
しょくにん〔職人〕 ο
μάστορας. ο μάστορης.
しょくぶつがくしゃ〔植物学者〕 ο , η
φυτολόγος.
しょくりょうひんてんしゅ〔食料品店店主〕 ο
μπακάλης. η μπακάλισσα.
じょさんぷ〔助産婦〕 η μαία.
じょせいたいし〔女性大使〕 η πρέσβειρα.
じょちゅう〔女中〕 ホテルの部屋付き〜 η καμαριέρα.
しょっこう〔職工〕 ο υφαντής. η
υφάντρ(ι)α.
しょてんしゅ〔書店主〕 ο βιβλιοπώλης. η βιβλιοπώλισσα.
しょゆうしゃ〔所有者〕 ο , η κάτοχος.
じょりゅうピアニスト〔女流ピアニスト〕 η πιανίστρια.
しんがくしゃ〔神学者〕 ο , η
θεολόγος.
しんかん〔神官〕ο ιερεύς.
しんけいかい〔神経科医〕 ο , η
νευρολόγος.
しんけいげかい〔神経外科医〕 ο , η
νευροχειρουργός.
しんぞうげかい〔心臓外科医〕 ο , η καρδιολόγος.
しんにゅうしゃ〔侵入者〕 ο εισβολέας(οι –είς).
しんぷ〔神父〕 ο ιερεύς.
しんぷ〔新婦〕 η νύφη.
しんぺい〔新兵〕 ο νεοσύλλεκτος.
しんりゃくしゃ〔侵略者〕 ο επιδρομέας(οι –είς).
しんりんがくしゃ〔森林学者〕 ο , η
δασολόγος.
しんりんかんとくかん〔森林監督官〕 ο
δασάρχης.
しんりんけいびかん〔森林警備官〕 ο δασοφύλακας.
じんるいがくしゃ〔人類学者〕 ο , η ανθρωπολόγος.
す
すいふ〔水夫〕 見習〜 ο μούτσος. 熟練〜 ο θελασσόλυκος.
スチュワーデス η αεροσυνοδός. η ιπταμένη.
ストライキさんかしゃ〔ストライキ参加者〕 ο , η απεργός.
スパイ ο , η κατάσκοπος.
スポンサー ο χρηματοδότης. η χρηματοδότρια..
せ
せいかたいいん〔聖歌隊員〕 ο ιεροψάλτης.
せいけいげかい〔整形外科医〕 ο , η ορθοπεδικός.
せいさんしゃ〔生産者・製作者〕 ο , η παραγωγός.
せいじか〔政治家〕 ο πολιτευτής.
せいしんかい〔精神科医〕 ο , η ψυχίατρος.
せいたいがくしゃ〔生態学者〕 ο , η οικολόγος.
せいふくしゃ〔征服者〕 ο κατακτητής.
せいぶつがくしゃ〔生物学者〕 ο , η βιολόγος.
せいふんぎょうしゃ〔製粉業者〕 ο μυλωνάς.
ぜいむしょちょう〔税務署長〕 ο , η έφορος.
せたいぬし〔世帯主〕 ο
οικογενειάρχης.
せっきょうしゃ〔説教者〕 ο
ιεροκήρυκας.
せっけいしゃ〔設計者〕 ο σχεδιαστής. η σχεδιάστρια.
せっこう〔石工〕 ο τέκτονας.
せっこう〔斥候〕 ο ανιχνευτής.
せつりつしゃ〔設立者〕 ο διοργανωτής. η διοργανώτρια.
セールスマン ο πλασιέ.
せんいん〔船員〕 ο ναυτής.
せんきょうし〔宣教師〕 ο
ιεραπόστολος.
せんし〔戦士〕 ο πολεμιστής. ο
μαχητής. η μαχήτρια.
せんしゅ〔船主〕 ο
καραβοκύρης. η καραβοκύρισσα.
せんすいふ〔潜水夫〕 ο βατραχάνθρωπος.
せんせい〔先生〕 ο δάσκαλος. η δασκάλα.
せんたくおんな〔洗濯女〕 η πλύστρα.
せんたくやてんしゅ〔洗濯屋店主〕 ο καθαριστής. η καθαρίστρια.
せんちょう〔船長〕 ο πλοίαρχος. ο καπετάνιος.
せんでんいん〔宣伝員〕 ο διαφημιστής. η διαφημίστρια.
せんとうしきかん〔戦闘指揮官〕 ο πολέμαρχος.
せんどうしゃ〔先導者〕 ο υποκινητής. η υποκινήτρια.
ぜんにんしゃ〔前任者〕 ο , η προκάτοχος.
せんもんぎじゅつしゃ〔専門技術者〕 ο εμπειροτέχνης.
そ
そうさい〔総裁〕 ο , η προέδρος.
そうさかん〔捜査官〕 ο ερευνητής. η ερευνήτρια.
そうさくしゃ〔創作者〕 ο , η δημιουργός.
そうぞくにん〔相続人〕 ο , η
κληρονόμος.
そうなんしゃ〔遭難者〕 ο , η ναυαγός.
そうりつしゃ〔創立者〕 ο
ιδρυτής. η ιδρύτρια.
そげきしゅ〔狙撃手〕 ο σκοπευτής. η σκοπεύτρια.
ぞくちょう〔族長〕 ο πατριάρχης.
そつぎょうせい〔卒業生〕 ο , η απόφοιτος.
そんちょう〔村長〕 ο , η
κοινοτάρχης. η κοινοτάρχισσα.
そんみん〔村民〕 ο χωριάτης. η χωριάτισσα.
SEO | [PR] 爆速!無料ブログ 無料ホームページ開設 無料ライブ放送 | ||